- ιονόνη
- ἡ χημ.συνοπτική ονομασία ισομερών κετονών που περιγράφονται από τον μοριακό τύπο C13H20O.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ionone < ion- (πρβλ. ἴον) + κατάλ. -one (πρβλ. αρχ. ελλ. κατάλ. -ώνη, όπως στο ανεμ-ώνη) χαρακτηριστική τής χημικής οικογένειας τών κετονών. Παρά την ελληνογενή κατάλ., στους χημικούς όρους τής Νέας Ελληνικής έχει επικρατήσει η γραφή -όνη (πρβλ. οξ-όνη)].
Dictionary of Greek. 2013.